αποθλιψις

αποθλιψις
    ἀπόθλιψις
    ἀπό-θλιψις
    -εως ἥ
    1) выжимание, выдавливание
    

(βοτρύων Diod.)

    2) вытеснение, изгнание
    

(τινος Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποθλιψις" в других словарях:

  • απόθλιψις — ἀπόθλιψις, η (Α) 1. το στείψιμο 2. το να εκδιωχθεί κάποιος από τη θέση που κατέχει …   Dictionary of Greek

  • ἀπόθλιψις — pressing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψει — ἀπόθλιψις pressing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποθλίψεϊ , ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (epic) ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (attic ionic) ἀποθλί̱ψει , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποθλί̱ψει , ἀποθλίβω squeeze out fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψεις — ἀπόθλιψις pressing fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόθλιψις pressing fem nom/acc pl (attic) ἀποθλί̱ψεις , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 2nd sg (epic) ἀποθλί̱ψεις , ἀποθλίβω squeeze out fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθλιψιν — ἀπόθλιψις pressing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψεως — ἀποθλίψεω̆ς , ἀπόθλιψις pressing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψῃ — ἀποθλίψηι , ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (epic) ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out aor subj mid 2nd sg ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»